- προσπατταλεύω
- Α(αττ. τ.) βλ. προσπασσαλεύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσπασσαλεύω — και αττ. τ. προσπατταλεύω Α 1. καρφώνω κάτι στερεά («σανίδας προσπασσαλεύσαντες», Ηρόδ.) 2. κρεμώ κάτι στον τοίχο με καρφί. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πασσαλεύω (< πάσσαλος)] … Dictionary of Greek